- χώρισμα
- case
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
χώρισμα — a separated space neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώρισμα — ίσματος, το, ΝΜΑ [χωρίζω] νεοελλ. 1. χωρισμός, αποχωρισμός 2. τοίχος, σανίδωμα ή καθετί άλλο με το οποίο διαχωρίζεται ένας χώρος σε άλλους μικρότερους (α. «χώρισμα διαμερίσματος» β. «χώρισμα ντουλάπας» γ. «χώρισμα κιβωτίου») μσν. αρχ. μέρος… … Dictionary of Greek
χώρισμα — το, ατος 1. αποχωρισμός, απομάκρυνση. 2. τοίχος που διαχωρίζει κάποιο χώρο σε άλλους μικρότερους χώρους. 3. διαμέρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χωρίσματι — χώρισμα a separated space neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφυή — διαφυή, η (Α) 1. φυσικό χώρισμα, άρθρωση, ραφή 2. διάκριση 3. χώρισμα (όπως στα κάστανα) 4. χώρισμα στα δόντια 5. στρώμα ή φλέβα στη γη, σε πέτρα κ.λπ. 6. καλάθι πλεγμένο με κόμβους … Dictionary of Greek
κιγκλίδα — ἡ (ΑΜ κιγκλίς, ίδος) 1. καθεμιά από τις σιδερένιες ή ξύλινες ράβδους ενός φράγματος, ενός κιγκλιδώματος 2. συν. στον πληθ. κιγκλίδες ξύλινο ή σιδερένιο κιγκλίδωμα, κάγκελα (α. «τα γραφεία χωρίζονται με κιγκλίδες» β. «τὸν νεκρὸν εἰς μέσον… … Dictionary of Greek
σέπτο — το, Ν (μυκητ.) κάθετο χώρισμα στην υφή τού θαλλού ενός μύκητα ή κάθετο ή οριζόντιο χώρισμα στο σπόριο τού μύκητα, το οποίο χωρίζει την υφή ή το σπόριο σε κύτταρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. septum < λατ. septum / saeptum < ρ. sepio / saepio… … Dictionary of Greek
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
αγωγιμότητα — Η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να μεταφέρουντον ηλεκτρισμό ή τη θέρμανση.ειδική. α.Το αντίστροφο της ειδικής αντίστασης. Αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένος ένας αγωγός και μετριέται σε μονάδες Ω 1 · mm 2 · m ή S · mm 2 · m,… … Dictionary of Greek
αιμασιά — η (Α αἱμασιά) 1. τοίχος, φράχτης από πέτρες και χώμα, ξερολιθιά 2. γεν. τείχισμα, περίβολος, φράχτης, μάντρα αρχ. 1. τα τείχη πόλης ή κάστρου 2. το εσωτερικό περιμαντρωμένου χώρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. να συνδέεται με το λατ.… … Dictionary of Greek
αλτάνα — και αλιτάνα και αρτάνα, η 1. μικρό, στενό χώρισμα παράλληλο προς τον τοίχο αυλής, όπου φυτεύονται λουλούδια, πρασιά 2. μικρός εξώστης, μπαλκόνι με άνθη 3. γλάστρα με λουλούδια 4. στον πληθ. οι αλτάνες είδος παιχνιδιού, τα πεντόβολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek